- γληχωνίτης
- γληχωνίτης οἶνος, ὁ, wineA prepared with γλήχων, Dsc.5.52, Gp. 8.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γληχωνίτης — γληχωνίτης, ο (Α) [γλήχων] κρασί αρωματισμένο με γλήχωνα … Dictionary of Greek
γληχωνίτης — prepared with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)